χήν Nic.Al.228
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βοσκάδιος — βοσκάδιος, α, ον (Α) [βοσκάς] καλοθρεμμένος, παχύς … Dictionary of Greek
βοσκαδίης — βοσκάδιος foddered fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)